- πρήσκω
- ΝΜπρήζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα -σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω - λούσκομαι, μυρίζω - μυρίσκουμαι, πλήσσω- πλήσκω κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.