πρήσκω

πρήσκω
ΝΜ
πρήζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα -σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω - λούσκομαι, μυρίζω - μυρίσκουμαι, πλήσσω- πλήσκω κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρήστος — και ιδιωμ. τ. πρήσκος, ο, Ν [πρήζω / πρήσκω] 1. το άγουρο σύκο όταν είναι φουσκωμένο 2. φουσκωμένη κοιλιά από δυσπεψία …   Dictionary of Greek

  • πρησκοκοίλης — ο, Ν αυτός που έχει πρησμένη, φουσκωμένη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρήσκω «πρήζω» + κοιλιά (πρβλ. προ κοίλης)] …   Dictionary of Greek

  • πρησκομάγουλος — η, ο, Ν αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρήσκω «πρήζω» + μάγουλο (πρβλ. ροδο μάγουλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”